φτιασίδωμα

φτιασίδωμα
φτιασίδωμα, το και φκιασίδωμα, το, -ατος
βάψιμο με κοκκινάδι, μακιγιάζ, μακιγιάρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βάψιμο — το (Μ βάψιμο[ν]) το να βάφει κανείς κάτι νεοελλ. 1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου 2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω] …   Dictionary of Greek

  • βάψιμο — το 1. το μπογιάτισμα, το χρωμάτισμα: Το βάψιμο των μαλλιών είναι της μόδας. 2. το φτιασίδωμα: Το έντονοβάψιμο κάνει τις γυναίκες να φαίνονται γελοίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φκιασίδωμα — το, ατος βλ. φτιασίδωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”